τσαμπουκαλεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαμπουκαλεύομαι < τσαμπουκάς

Ρήμα[επεξεργασία]

τσαμπουκαλεύομαι

  1. (αργκό) γίνομαι τσαμπουκάς, νταής
  2. (λαϊκότροπο) πουλάω ζοριλίκι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]