τσαμπουνάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαμπουνάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσαμπουν(ίζω) + μεταπλασμός σε -άω[1] < τσαμπούνα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡sa.buˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐μπου‐νά‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]τσαμπουνάω, σπάνιος αόριστος: τσαμπούνησα[2][3] (χωρίς παθητική φωνή)
- (αρχική σημασία)[3] παίζω την τσαμπούνα
- (λαϊκότροπο, προφορικό) μιλάω ανόητα και ακατάπαυστα
- (παρωχημένο, μεταφορικά)[4] μυξοκλαίω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- τσαμπουνίζω
- δεν συνηθίζεται ο τύπος τσαμπουνώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τσαμπούνα
Κλίση
[επεξεργασία]Δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ. Μόνο στον ενεστώτα[5]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τσαμπουνάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ. Μόνο στον ενεστώτα - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- ↑ 3,0 3,1 «τσαμπουνώ (κ. -άω) ... σπάν. τσαμπούνησα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ «τσαμπουνῶ, -άω» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)