τσαμπούκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαμπούκ < γραφή με ελληνικό αλφάβητο της (άμεσο δάνειο) τουρκική çabuk (γρήγορος-βιαστικός) < περσική چابک ‎čābok

Επίρρημα - Επιφώνημα[επεξεργασία]

τσαμπούκ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Τσιαππού τσιαππού (Κυπριακά)