τσαμπούκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαμπούκ < γραφή με ελληνικό αλφάβητο της (άμεσο δάνειο) τουρκική çabuk (γρήγορος-βιαστικός) < περσική چابک čābok
Επίρρημα - Επιφώνημα[επεξεργασία]
τσαμπούκ
- (ιδιωματικό) γρήγορα, αμέσως!
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Τσιαππού τσιαππού (Κυπριακά)