τσαμόρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα τσαμόρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσαμόρο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Chamorro language στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • κωδικός γλώσσας: ch

Μεταφράσεις[επεξεργασία]