τσανάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσανάκι τα τσανάκια
      γενική του τσανακιού των τσανακιών
    αιτιατική το τσανάκι τα τσανάκια
     κλητική τσανάκι τσανάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσανάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çanak +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσανάκι ουδέτερο

  1. πήλινο πιάτο
  2. (μεταφορικά) τιποτένιος άνθρωπος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • χωρίζουμε τα τσανάκια μας: για δύο συνεργάτες ή φίλους που σταματούν να συνεργάζονται, να έχουν κάτι κοινό ή για ζευγάρι που χωρίζει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]