τσαντίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡sanˈdi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐ντί‐ζο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

τσαντίζομαι, π.αόρ.: τσαντίστηκα, μτχ.π.π.: τσαντισμένος, (ενεργ.: τσαντίζω)