τσαντίρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαντίρι τα τσαντίρια
      γενική του τσαντιριού των τσαντιριών
    αιτιατική το τσαντίρι τα τσαντίρια
     κλητική τσαντίρι τσαντίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαντίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çadır < περσική چادر (çādur: τέντα) < σανσκριτική छत्त्र (chattra: ομπρέλα, καταφύγιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skeh₃- (σκιά)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡sanˈdi.ɾi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσαντίρι ουδέτερο

  1. σκηνή στην οποία μένουν (κυρίως) τσιγγάνοι
  2. (κατ’ επέκταση) φτωχικό προχειροφτιαγμένο σπιτάκι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]