τσαντόρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσαντόρ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσαντόρ ουδέτερο άκλιτο
- ένδυμα σαν μανδύας που φορούν σε δημόσιους χώρους οι γυναίκες στο Ιράν πάνω από τα υπόλοιπα ρούχα τους, για να καλύψουν το κεφάλι και το σώμα τους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσαντόρ
|