τσαούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσαούλι | τα | τσαούλια |
γενική | του | τσαουλιού | των | τσαουλιών |
αιτιατική | το | τσαούλι | τα | τσαούλια |
κλητική | τσαούλι | τσαούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαούλι < τσαγούνι < αρχαία ελληνική σιαγόνιον, υποκοριστικό του σιαγών
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαούλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (ανατομία) το σαγόνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσαούλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)