τσαπατσούλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσαπατσούλης η τσαπατσούλα το τσαπατσούλικο
      γενική του τσαπατσούλη της τσαπατσούλας του τσαπατσούλικου
    αιτιατική τον τσαπατσούλη την τσαπατσούλα το τσαπατσούλικο
     κλητική τσαπατσούλη τσαπατσούλα τσαπατσούλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσαπατσούληδες οι τσαπατσούλες τα τσαπατσούλικα
      γενική των τσαπατσούληδων των τσαπατσούλικων
    αιτιατική τους τσαπατσούληδες τις τσαπατσούλες τα τσαπατσούλικα
     κλητική τσαπατσούληδες τσαπατσούλες τσαπατσούλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαπατσούλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική çapaçul (ατημέλητος) + -ης

Επίθετο[επεξεργασία]

τσαπατσούλης, -α, -ικο

  1. που δεν τακτοποιεί τα πράγματά του
  2. που δεν ασχολείται σοβαρά με τις δουλειές του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]