τσαπερδόνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαπερδόνα οι τσαπερδόνες
      γενική της τσαπερδόνας
    αιτιατική την τσαπερδόνα τις τσαπερδόνες
     κλητική τσαπερδόνα τσαπερδόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαπερδόνα < αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά τον Μπαμπινιώτη πιθανόν προέρχεται από το ελληνιστική κοινή σαπέρδιον (σκωπτικό παρατσούκλι της εταίρας Φρύνης) < υποκοριστικό του αρχαία ελληνική σαπέρδης (είδος ψαριού, πέρκα του Νείλου)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσαπερδόνα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό, παρωχημένο, ερπετό) σαύρα (Podarcis peloponnesiacus)
  2. (λαϊκό, οικείο) ζωηρή γυναίκα νεαρής ηλικίας
    ※ Ἡ Τέτη Αὐγουστίνου, ἡ τσαπερδόνα μεσολογγίτισα μὲ τὰ μπιρμπιλιὰ μάτια (θυμήθηκε πὼς ὁ Ἰταλὸς εἶχε ξεκαρδιστεῖ στὰ γέλια, ὅταν τοῦ εἶπε τὸ ἀνέκδοτο της μὲ τὸ ντούτσιο τοῦ πάπα, τὴν ἀξιοσέβαστη κυρία καὶ τὸν ὑπουργό), ζητοῦσε λειτουργία φοιτητικῆς λέσχης ...
    Τάσος Αθανασιάδης, Οι Φρουροί της Αχαΐας, τόμος 1, εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", αρχική δημοσίευση: (1975), σελ. 206.
    ※ Εμείς δεν βλέπαμε το γυμνό πλατό. Βλέπαμε ένα ψηφιακό σκηνικό –διαφορετικό κάθε φορά- που προβαλλόταν πάνω του. Η τσαπερδόνα διάβαζε από το autocue μια σύντομη εισαγωγή που της είχε συντάξει νωρίτερα η δημοσιογραφική της ομάδα σε συνεργασία με έναν από τους δύο κειμενογράφους της. Η τσαπερδόνα περιόριζε τις κινήσεις της στο μίνιμουμ, ούτως ώστε να δείχνει χαλαρή και, πρωτίστως, να συνεχίσει να κάνει αυτό που ολοφάνερα κάνει, χωρίς να δείχνει ότι κάνει αυτό που ολοφάνερα κάνει: διαβάζει. Ακολουθούσε ένα συνοπτικό αφιέρωμα στο εκάστοτε θέμα της εκπομπής, όπου η τσαπερδόνα έλαμπε διά της απουσίας της, με την υπόκρουση ενός άλλου μουσικού σουξέ, ιδανικού για ασανσέρ, εστιατόριο ή αεροδρόμιο.
    Πέτρος Τατσόπουλος, Η κυρία που λυπάται, εκδόσεις: Μεταίχμιο, Αθήνα (2018).

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. τσαπερδόνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]