τσαρίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαρίνα | οι | τσαρίνες |
γενική | της | τσαρίνας | των | τσαρίνων |
αιτιατική | την | τσαρίνα | τις | τσαρίνες |
κλητική | τσαρίνα | τσαρίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσαρίνα θηλυκό