τσαρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσαρικός | η | τσαρική | το | τσαρικό |
γενική | του | τσαρικού | της | τσαρικής | του | τσαρικού |
αιτιατική | τον | τσαρικό | την | τσαρική | το | τσαρικό |
κλητική | τσαρικέ | τσαρική | τσαρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσαρικοί | οι | τσαρικές | τα | τσαρικά |
γενική | των | τσαρικών | των | τσαρικών | των | τσαρικών |
αιτιατική | τους | τσαρικούς | τις | τσαρικές | τα | τσαρικά |
κλητική | τσαρικοί | τσαρικές | τσαρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τσαρικός, -ή, -ό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαρικός αρσενικό
- (πολιτική) οπαδός των τσάρων και του τσαρικού καθεστώτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τσάρος