τσαρλατάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαρλατάνος < μεσαιωνική ελληνική τσαρλατάνος < ιταλική ciarlatano / παλαιά ιταλική ciarlatano < ciarlatore (φλύαρος) + cerretano ((κυριολεκτικά) κάτοικος του Cerreto, (κατ’ επέκταση) ψευτογιατρός, κομπογιαννίτης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαρλατάνος αρσενικό
- αυτός που προσποιείται ότι έχει μαγικές ικανότητες ή γνώσεις γύρω από τη θεραπεία ασθενειών
- γιατρός χωρίς επαρκές επιστημονικό υπόβαθρο και κατάρτιση
- (γενικότερα) απατεώνας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)