τσατισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τσατίζομαι < από το τουρκικό ρήμα çatışmak (καβγαδίζω εκνευρίζομαι)
Μετοχή[επεξεργασία]
τσατισμένος, -η, -ο και τσαντισμένος,η,ο
- θυμωμένος με κάτι ή με κάποιον, εξοργισμένος από κάτι που συνέβη, φουρκισμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τσατίλα και τσαντίλα
- τσατίζω και τσαντίζω
- τσατίζομαι και τσαντίζομαι