τσατμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσατμάς | οι | τσατμάδες |
γενική | του | τσατμά | των | τσατμάδων |
αιτιατική | τον | τσατμά | τους | τσατμάδες |
κλητική | τσατμά | τσατμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσατμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική çatma + -ς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσατμάς αρσενικό
- (αρχιτεκτονική, λαϊκότροπο, παρωχημένο) δομική κατασκευή (είδος τοιχοποιίας), στην οποία πρώτα κατασκευάζεται ένας ξύλινος σκελετός και στη συνέχεια τα κενά γεμίζονται με λιθαράκια, κλαδιά, καλάμια κ.ά. και καλύπτονταν με σοβά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσατμάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)