τσαχπινιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαχπινιά | οι | τσαχπινιές |
γενική | της | τσαχπινιάς | των | τσαχπινιών |
αιτιατική | την | τσαχπινιά | τις | τσαχπινιές |
κλητική | τσαχπινιά | τσαχπινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσαχπινιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσαχπινιά θηλυκό
- επιτηδευμένη, φιλάρεσκη συμπεριφορά, κυρίως γυναίκας, με σκοπό να προκαλέσει το (ερωτικό) ενδιαφέρον.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)