Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσεκ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσεκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική cheque < exchequer < παλαιά γαλλική eschequier < eschec < μεσαιωνική λατινική scaccus < αραβική شاه (šāh) < περσική شاه (šâh: βασιλιάς)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσεκ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]