τσεκουράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσεκουράκι | τα | τσεκουράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσεκουράκι | τα | τσεκουράκια |
κλητική | τσεκουράκι | τσεκουράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσεκουράκι < τσεκούρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσεκουράκι ουδέτερο
- (εργαλείο) υποκοριστικό του τσεκούρι, μικρό τσεκούρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσεκουράκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)