τσελεμπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσελεμπής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τζελεπής ή τσελεπής < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική γλώσσα. Δείτε και την τουρκική λέξη çelebi.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσελεμπής αρσενικό
- (ιστορία) τίτλος των παιδιών ενός ευγενούς (σουλτάνου -çelebi sultan-, αμιρά κ.λπ.) ή του μεγάλου δερβίση του τάγματος των Μεβλεβήδων
- → δείτε τη λέξη τσελεμπής (μεσαιωνικά ελληνικά)
- παρωχημένο, κατʼ επέκταση) άρχοντας, αφέντης
- (παρωχημένο) προσαγόρευση ευκατάστατων
- (παρωχημένο) λεβέντης, νέος, καλοντυμένος
- ※ Ψηλέ λιγνέ μου τσελεμπή αφράτε και δροσάτε, / το μάθανε πως μ’ αγαπάς και θαρρετά περπάτειε («Έλα να σε φιλήσω», παραδοσιακό τραγούδι από τα Αλάτσατα της Σμύρνης)
- ※ Ἄκου μὲ φλέγμα στωικὸν τὸ τί καθείς σοῦ ψάλλει / καὶ μὴν ἀφήνεις τὸ τσαπὶ / γιὰ ν᾿ ἀποδείξεις, τσελεπῆ, / πὼς ἔχεις σὰν τὰ πόδια σου γερὸ καὶ τὸ κεφάλι. (Γεώργιος Σουρής, Ο μαραθώνιος)
- ※ Ο Σακαρέλος δεν ήθελε να είναι περήφανος και τσελεπής μόνο στη ντυμασιά, εννοούσε να είναι το ίδιο παστρικός και στα χέρια. (Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Ο πύργος του ακροπόταμου [1915])
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
- Σαραντάκος Νίκος. (2011) Λέξεις που χάνονται. Ένα ταξίδι σε 366 σπάνιες λέξεις. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσελεμπής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική προέλευση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσελεμπής αρσενικό
- τίτλος των παιδιών του σουλτάνου
- ※ 15ος αιώνας Ψευδοσφραντζής. Χρονικόν (Maius), 192, 6.
Καὶ ἐν τῷ ἀπέρχεσθαι αὐτούς, λέγω δὴ τὸν ἀμηρᾶν καὶ τὸν βασιλέα κατὰ τῶν ἀποστατησάντων σατράπων ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, καὶ ὁ μὲν ἀμηρᾶς τὸν υἱὸν αὑτοῦ Μωσῆν τζελεπὴν κατέλιπεν, ἵνα πάντα τὰ ὑποτελῆ αὐτῷ ἐν τῇ Εὐρώπῃ φυλάττῃ
- ※ 15ος αιώνας Ψευδοσφραντζής. Χρονικόν (Maius), 192, 6.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)