τσιγαράδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιγαράδικο τα τσιγαράδικα
      γενική του τσιγαράδικου των τσιγαράδικων
    αιτιατική το τσιγαράδικο τα τσιγαράδικα
     κλητική τσιγαράδικο τσιγαράδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιγαράδικο < τσιγάρ(ο) + -άδικο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιγαράδικο ουδέτερο

  1. (νεολογισμός) (ναυτικός όρος) πλοίο που μεταφέρει λαθραία τσιγάρα
    Η Ελλάδα, δυστυχώς, έρχεται πρώτη στην ατζέντα του προβλήματος της λαθραίας μετανάστευσης και του οργανωμένου εγκλήματος. Είτε από τα δυτικά, σε διαδρομές που επιλέγουν τα “τσιγαράδικα” ή φορτηγά πλοία υπερπόντιων διαδρομών που διακινούν όπλα και ναρκωτικά, είτε στα ανατολικά μας, με τη διακίνηση γυναικόπαιδων και μεταναστών στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, είτε νότια της Κρήτης, τα ελληνικά θαλάσσια σύνορα, που εκ των πραγμάτων είναι και τα νοτιανατολικά θαλάσσια σύνορα της ΕΕ, αποτελούν “κόμβο” εγκληματικών συναλλαγών και δραστηριοτήτων των δικτύων του οργανωμένου εγκλήματος. (*)
  2. (νεολογισμός) (σπάνιο) περίπτερο, μαγαζί που πουλάει τσιγάρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]