τσιγαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιγαρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τσιγαρίζω < μεσαιωνική ελληνική τσιγαρίζω < βενετικά cigar / ιταλικά zigare < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
τσιγαρισμένος αρσενικό, τσιγαρισμένη θηλυκό, τσιγαρισμένο ουδέτερο
- που έχει τσιγαριστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιγαρισμένος
|