τσιγκουνεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιγκουνεύομαι < τσιγκούν(ης) + -εύομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡siŋ.ɡuˈne.vo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

τσιγκουνεύομαι (αποθετικό)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]