τσιγκούνικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσιγκούνικος η τσιγκούνικη το τσιγκούνικο
      γενική του τσιγκούνικου της τσιγκούνικης του τσιγκούνικου
    αιτιατική τον τσιγκούνικο την τσιγκούνικη το τσιγκούνικο
     κλητική τσιγκούνικε τσιγκούνικη τσιγκούνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσιγκούνικοι οι τσιγκούνικες τα τσιγκούνικα
      γενική των τσιγκούνικων των τσιγκούνικων των τσιγκούνικων
    αιτιατική τους τσιγκούνικους τις τσιγκούνικες τα τσιγκούνικα
     κλητική τσιγκούνικοι τσιγκούνικες τσιγκούνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιγκούνικος < τσιγκούν(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡siŋˈɡu.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐γκού‐νι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

τσιγκούνικος, -η, -ο

  1. ταιριαστός σε τσιγκούνη, με τσιγκουνιά
  2. (μεταφορικά) ανεπαρκής, λιγοστός
    ※  Προτίμησε το στενό μονοπάτι, για να φτάσει όσο μπορούσε συντομότερα και να προφτάσει το τσιγκούνικο φως του απογεύματος. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]