τσιμέντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμέντο τα τσιμέντα
      γενική του τσιμέντου των τσιμέντων
    αιτιατική το τσιμέντο τα τσιμέντα
     κλητική τσιμέντο τσιμέντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cimento / cemento < λατινική caementum < caedo < πρωτοϊταλική *kaidō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂id- / *kh₂eyd- (κόβω, λαξεύω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡siˈmen.do/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιμέντο ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική) συνδετικό δομικό υλικό, που αποτελείται από λεπτή ασβεστολιθική ή αργιλική σκόνη, που σε ανάμειξη με νερό σχηματίζει παχύρρευστο μείγμα, που αργότερα στερεοποιείται
  2. (αρχιτεκτονική) μπετόν, σκυρόδεμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]