τσιμεντάρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τσιμεντάρομαι
- παθητική φωνή του ρήματος τσιμεντάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιμεντάρομαι
|
τσιμεντάρομαι
|