τσιμινιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιμινιά < (άμεσο δάνειο) γαλλική cheminée < λατινική caminus < αρχαία ελληνική κάμινος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιμινιά θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.