τσιμινιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιμινιέρα | οι | τσιμινιέρες |
γενική | της | τσιμινιέρας | — | |
αιτιατική | την | τσιμινιέρα | τις | τσιμινιέρες |
κλητική | τσιμινιέρα | τσιμινιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιμινιέρα < εκ της Ιταλικής λέξης ciminiera που σημαίνει καπνοδόχος.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιμινιέρα θηλυκό
- καπνοδόχος σε πλοίο ή εργοστάσιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιμινιέρα
|