τσιμούχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιμούχα θηλυκό
- εξάρτημα που τοποθετείται ανάμεσα σε δύο επιφάνειες για στεγανοποίηση
τσιμούχα θηλυκό