τσιμπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιμπώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιμπῶ → και δείτε τη λέξη τσιμπάω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡simˈbo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐μπώ
Ρήμα[επεξεργασία]
τσιμπώ
- άλλη μορφή του τσιμπάω