τσινάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσινάρι | τα | τσινάρια |
γενική | του | τσιναριού | των | τσιναριών |
αιτιατική | το | τσινάρι | τα | τσινάρια |
κλητική | τσινάρι | τσινάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσινάρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چنار (çınar) (τουρκική çınar) + -ι < περσική چنار (čenâr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσινάρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, δέντρο) ο πλάτανος
- (ιδιωματικό, συνεκδοχικά) βρύση (όπως κοντά σε πλατάνια) με τρεχούμενο νερό
- ※ Στο βάθος είναι το τζαμί, η παλιά βυζαντινή εκκλησιά του Ευαγγελισμού, με τους τοίχους από κρεμεζί τούβλο και με τον κεραμιδί κουμπέ της. Στα μεσημβρινά του τζαμιού είναι τρία τσινάρια (τρεχούμενες βρύσες). Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Οι Μαυρόλυκοι, 1944 [μυθιστόρημα], τόμος Α΄, κεφάλαιο 1. books.google
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη κεφαλόβρυσο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Τσινάρι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)