τσινάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσινάω < τσιν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσινῶ < *τινῶ με τσιτακισμό < τινάζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡siˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐νά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

τσινάω/(τσινώ), αόρ.: τσίνησα, μτχ.π.π.: τσινισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για υποζύγια)
    1. (αμετάβατο) κλοτσάω, αντιδρώ απότομα, δυστροπώ
    2. (μεταβατικό) τσιγκλάω υποζύγιο
  2. (μεταφορικά, για ανθρώπους, (αμετάβατο)) δυστροπώ, αντιδρώ, δεν δέχομαι, εκνευρίζομαι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Η μετοχή, κατά το τσινίζω: τσινισμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. τσινάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]