τσιπουρίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιπουρίτσα | οι | τσιπουρίτσες |
γενική | της | τσιπουρίτσας | — | |
αιτιατική | την | τσιπουρίτσα | τις | τσιπουρίτσες |
κλητική | τσιπουρίτσα | τσιπουρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιπουρίτσα < τσιπούρα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιπουρίτσα θηλυκό
- (ψάρι) υποκοριστικό του τσιπούρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιπουρίτσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)