τσιπούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιπούρα | οι | τσιπούρες |
γενική | της | τσιπούρας | — | |
αιτιατική | την | τσιπούρα | τις | τσιπούρες |
κλητική | τσιπούρα | τσιπούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιπούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιπούρα < *ἵππουρα, θηλυκό του αρχαία ελληνική ἵππουρος < → δείτε ἵππος + οὐρά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιπούρα θηλυκό
- θαλασσινό ψάρι (Sparus aurata - Σπάρος ο χρυσόχρους) της οικογένειας των Σπαριδών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τσιπουρίτσα (υποκοριστικά)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τσιπούρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)