Μετάβαση στο περιεχόμενο

τσιπούρα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Τσιπούρα, Τσίπουρα, Τσιπουρά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιπούρα οι τσιπούρες
      γενική της τσιπούρας
    αιτιατική την τσιπούρα τις τσιπούρες
     κλητική τσιπούρα τσιπούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τσιπούρα στις βορειοδυτικές ακτές της Σαρδηνίας.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιπούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιπούρα < *ἵππουρα, θηλυκό του αρχαία ελληνική ἵππουρος <  δείτε  ἵππος + οὐρά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιπούρα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]