τσιπροκατάνυξη
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τσιπροκατάνυξ
η
οι
τσιπροκατανύξ
εις
γενική
της
τσιπροκατάνυξ
ης
των
τσιπροκατανύξ
εων
αιτιατική
την
τσιπροκατάνυξ
η
τις
τσιπροκατανύξ
εις
κλητική
τσιπροκατάνυξ
η
τσιπροκατανύξ
εις
Κατηγορία
όπως «
παγκοσμιοποίηση
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
τσιπροκατάνυξη
<
τσίπρ(α)
+
-ο-
+
κατάνυξη
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
τσιπροκατάνυξη
θηλυκό
(&
τσιπουροκατάνυξη
)
άλλη μορφή
του
τσιπουροκατάνυξη
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες