τσιράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιράκι | τα | τσιράκια |
γενική | του | τσιρακιού | των | τσιρακιών |
αιτιατική | το | τσιράκι | τα | τσιράκια |
κλητική | τσιράκι | τσιράκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιράκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çırak < οθωμανική τουρκική چراغ (çerâg, çirâg) < περσική چراغ (čerâğ, čarâğ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιράκι ουδέτερο
- βοηθός μάστορα ή τεχνίτης μαθητευόμενος
- (συνεκδοχικά) αρχάριος
- (μειωτικό) κάποιος που για ίδιον όφελος ακολουθεί δουλικά και αναξιοπρεπώς κάποιον που θεωρείται ανώτερός του
- υπηρέτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)