τσιτσέκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιτσέκι τα τσιτσέκια
      γενική
    αιτιατική το τσιτσέκι τα τσιτσέκια
     κλητική τσιτσέκι τσιτσέκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιτσέκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چیچك (çiçek) + . Δείτε και την τουρκική çiçek

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡siˈt͡se.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐τσέ‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιτσέκι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]