τσιφ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιφ ή σιφ < (λόγιο δάνειο) αγγλική C.I.F., αρχικά των λέξεων Cost (κόστος), Insurance (ασφάλεια), Freight (ναύλα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιφ άκλιτο

  • (οικονομία) εμπορικός όρος που στην τιμή του εμπορεύματος συμπεριλαμβάνονται και τα ασφάλιστρα και τα ναύλα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

τσιφ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]