τσιφτές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσιφτές | οι | τσιφτέδες |
γενική | του | τσιφτέ | των | τσιφτέδων |
αιτιατική | τον | τσιφτέ | τους | τσιφτέδες |
κλητική | τσιφτέ | τσιφτέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιφτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική çift
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιφτές αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κρητικά
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)