τσιφτές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσιφτές | οι | τσιφτέδες |
γενική | του | τσιφτέ | των | τσιφτέδων |
αιτιατική | τον | τσιφτέ | τους | τσιφτέδες |
κλητική | τσιφτέ | τσιφτέδες | ||
όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιφτές αρσενικό