τσογλάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσογλάνι | τα | τσογλάνια |
γενική | του | τσογλανιού | των | τσογλανιών |
αιτιατική | το | τσογλάνι | τα | τσογλάνια |
κλητική | τσογλάνι | τσογλάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσογλάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική iç oğlanı
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσογλάνι ουδέτερο
- (μειωτικό) άτομο νεαρής ηλικίας και κακής διαγωγής
- (παρωχημένο) (μη χρησιμοποιούμενος όρος) ο νεαρός βοηθός του καφετζή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)