τσογλανάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσογλανάκι | τα | τσογλανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσογλανάκι | τα | τσογλανάκια |
κλητική | τσογλανάκι | τσογλανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσογλανάκι < τσογλάνι + (κατάληξη υποκοριστικού) -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσογλανάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τσογλάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσογλάνι
τσογλανάκι
|