τσοκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

τσοκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική choke
τσοκ από δράπανο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσοκ ουδέτερο άκλιτο

  1. παλαιότερο εξάρτημα (είδος κλαπέτου) οχημάτων με μηχανή εσωτερικής καύσης που ρυθμίζει το μείγμα καυσίμου - αέρα στο καρμπυρατέρ· το χρησιμοποιούσαν για να βοηθήσουν την εκκίνηση του κινητήρα τις κρύες μέρες κλείνοντας την παροχή αέρα και τροφοδοτώντας έτσι τη μηχανή με πλουσιότερο μείγμα
     συνώνυμα: αέρας
  2. στένεμα στο τέλος της κάννης φορητών πυροβόλων όπλων
  3. στρογγυλή μέγγενη με 3 ή 4 δόντια, των οποίων το άνοιγμα ρυθμίζεται με ειδικό κλειδί· στους τόρνους εκεί στερεώνεται το κυλιδρικό κομμάτι μετάλλου που θέλουμε να επεξεργαστούμε· στα δράπανα εκεί προσαρμόζονται τρυπάνια διαφορετικών μεγεθών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

τσοκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική chock

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσοκ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]