τσοντάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσοντάρω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

τσοντάρω

  • συνεισφέρω, δίνω ένα μικρό ποσό ώστε μαζί με αυτά που δίνουν άλλοι να καλυφθεί ένα μεγάλο έξοδο

Κλίση[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]