τσουβάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουβάλι τα τσουβάλια
      γενική του τσουβαλιού των τσουβαλιών
    αιτιατική το τσουβάλι τα τσουβάλια
     κλητική τσουβάλι τσουβάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουβάλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چوال (çuval) (τουρκικά çuval) < περσική گوال (goval, σάκος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσουβάλι ουδέτερο

  1. μεγάλος σάκος από κάνναβη ή άλλο υλικό, για αποθήκευση ή μεταφορά πραγμάτων
  2. το περιεχόμενο ενός τσουβαλιού(1) ή η ποσότητα που χωράει ένα τσουβάλι
     συνώνυμα: τσουβαλιά
  3. (μεταφορικά) ρούχο ή ύφασμα κακής ποιότητας ή αισθητικής, συνήθως πιο μεγάλο απ’ ό,τι πρέπει

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]