τσουκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουκ, (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα[επεξεργασία]

τσουκ ουδέτερο

  • λεκτική μίμηση ήχου (συνήθως μη ισχυρής) κρούσης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσουκ ουδέτερο άκλιτο