τσουλήθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσουλήθρα οι τσουλήθρες
      γενική της τσουλήθρας των τσουληθρών
    αιτιατική την τσουλήθρα τις τσουλήθρες
     κλητική τσουλήθρα τσουλήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουλήθρα < τσουλ(ώ) + -ήθρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσουλήθρα θηλυκό

  • παιχνίδι στις κούνιες που αποτελείται από ένα λείο κεκλιμένο διάδρομο, στον οποίο γλιστρούν τα παιδιά προς τα κάτω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]