τσουμπλέκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουμπλέκι | τα | τσουμπλέκια |
γενική | του | τσουμπλεκιού | των | τσουμπλεκιών |
αιτιατική | το | τσουμπλέκι | τα | τσουμπλέκια |
κλητική | τσουμπλέκι | τσουμπλέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσουμπλέκι ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, κουζινικά) (πήλινο) σκεύος, συνήθως κατώτερης ποιότητας
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- τσουμπλέκια θα πούμε τα απλά κεραμικά σκεύη και τα εμαγιέ, όχι τα πλαστικά, τα γυάλινα ή αυτά από ανοξείδωτο χάλυβα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσουμπλέκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)