τσουπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσουπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική çup
Επιφώνημα[επεξεργασία]
τσουπ
- δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος εμφανίστηκε ξαφνικά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσουπ
|