τσουράπια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουράπια < τσουράπι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσουράπια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. ελληνικός παραδοσιακός μικτός χορός της βόρειας Ελλάδας, Μακεδονίας και Θράκης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

τσουράπια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσουράπι