τσουρέκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουρέκι | τα | τσουρέκια |
γενική | του | τσουρεκιού | των | τσουρεκιών |
αιτιατική | το | τσουρέκι | τα | τσουρέκια |
κλητική | τσουρέκι | τσουρέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσουρέκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çörek < οθωμανική τουρκική چورك (çörek, στρογγυλό ψωμί)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tsuˈre.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσου‐ρέ‐κι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσουρέκι ουδέτερο
- (γαστρονομία) το είδος αφράτου γλυκίσματος, που ζυμώνεται κυρίως σε εορταστικές περιόδους και ιδίως το Πάσχα, και περιέχει αλεύρι, βούτυρο, αβγά, γάλα, ζάχαρη και διάφορες αρωματικές ουσίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
τσουρέκι στη Βικιπαίδεια
- αβγοκουλούρα
- κουλούρα
- λαμπροκούλουρο / λαμπροκουλούρα
- λαμπρόψωμο
- χριστόψωμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)